σφραγιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός με τον οποίο σφραγίζεται [[κάτι]] («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] με σφραγιδόλιθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφραγίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τὴρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κομισ</i>-<i>τήρ</i>, <i>σωφρονισ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός με τον οποίο σφραγίζεται [[κάτι]] («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] με σφραγιδόλιθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφραγίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τὴρ</i> (<b>πρβλ.</b> [[κομιστήρ]], [[σωφρονιστήρ]])].
}}
}}

Revision as of 08:20, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρᾱγιστήρ Medium diacritics: σφραγιστήρ Low diacritics: σφραγιστήρ Capitals: ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΡ
Transliteration A: sphragistḗr Transliteration B: sphragistēr Transliteration C: sfragistir Beta Code: sfragisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, sealer, i.e. sealring, signet, Nicom.Ar.1.23, D.L.7.50.

German (Pape)

[Seite 1052] ῆρος, ὁ, der Siegler, der Siegelring (?).

Russian (Dvoretsky)

σφρᾱγιστήρ: ῆρος ὁ перстень с печатью, печатка Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

σφρᾱγιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σφραγίζων, δηλ. δακτύλιος μετὰ σφραγιδολίθου, σφραγίς, Διοκλῆς παρὰ Διογ. Λ. 7. 50. - Ἐπίθ., σφρ. λίθος, ὁ λίθος δακτυλίου χρησιμεύοντος ὡς σφραγῖδος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 9. 565.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, ΜΑ
μσν.
ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)
αρχ.
δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα -τὴρ (πρβλ. κομιστήρ, σωφρονιστήρ)].