Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουγκρητό: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μουγγρητό]], το<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μουγκρίζω]], [[κραυγή]] θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και [[ιδίως]] βοδιού ή αγελάδας, [[μυκηθμός]], μουκάνισμα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική [[κραυγή]] πόνου, [[ούρλιασμα]], [[οιμωγή]]<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) βοή, βοητό, [[ρόχθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μουγκρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νιαουρ</i>-<i>ητό</i>, <i>ροχαλ</i>-<i>ητό</i>)].
|mltxt=και [[μουγγρητό]], το<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μουγκρίζω]], [[κραυγή]] θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και [[ιδίως]] βοδιού ή αγελάδας, [[μυκηθμός]], μουκάνισμα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική [[κραυγή]] πόνου, [[ούρλιασμα]], [[οιμωγή]]<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) βοή, βοητό, [[ρόχθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μουγκρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> (<b>πρβλ.</b> [[νιαουρητό]], [[ροχαλητό]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

και μουγγρητό, το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα
2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή
3. (για τη θάλασσα) βοή, βοητό, ρόχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκρίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. νιαουρητό, ροχαλητό)].