σπάσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> το να σπάσει [[κάτι]], [[θραύση]], [[θλάση]] («[[σπάσιμο]] ποτηριού»)<br /><b>2.</b> [[κάταγμα]] οστού («έχει [[σπάσιμο]] στο [[γόνατο]]»)<br /><b>3.</b> [[κήλη]]<br /><b>4.</b> [[ρήξη]] του παρθενικού υμένα<br /><b>5.</b> υπερβολική [[κούραση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[σπάσιμο]] νεύρων» ή, [[απλώς]], «[[σπάσιμο]]» — [[πρόκληση]] εκνευρισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>σπασ</i>-<i>α</i> του [[σπάω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γράψ</i>-<i>ιμο</i>, <i>πέσ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> το να σπάσει [[κάτι]], [[θραύση]], [[θλάση]] («[[σπάσιμο]] ποτηριού»)<br /><b>2.</b> [[κάταγμα]] οστού («έχει [[σπάσιμο]] στο [[γόνατο]]»)<br /><b>3.</b> [[κήλη]]<br /><b>4.</b> [[ρήξη]] του παρθενικού υμένα<br /><b>5.</b> υπερβολική [[κούραση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[σπάσιμο]] νεύρων» ή, [[απλώς]], «[[σπάσιμο]]» — [[πρόκληση]] εκνευρισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>σπασ</i>-<i>α</i> του [[σπάω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> [[γράψιμο]], [[πέσιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάσησπάσιμο ποτηριού»)
2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο»)
3. κήλη
4. ρήξη του παρθενικού υμένα
5. υπερβολική κούραση
6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» — πρόκληση εκνευρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ- του αορ. έ-σπασ-α του σπάω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο, πέσιμο)].