μουλαράς: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[οδηγός]] μουλαριού, [[ημιονηγός]]<br /><b>2.</b> [[ιδιοκτήτης]] μουλαριών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[άξεστος]], [[αγροίκος]], [[απολίτιστος]] β) [[άνθρωπος]] [[αναίσθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μουλάρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άς</i>, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[οδηγός]] μουλαριού, [[ημιονηγός]]<br /><b>2.</b> [[ιδιοκτήτης]] μουλαριών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[άξεστος]], [[αγροίκος]], [[απολίτιστος]] β) [[άνθρωπος]] [[αναίσθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μουλάρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άς</i>, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (<b>πρβλ.</b> [[αμαξάς]], [[ψωμάς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο
1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός
2. ιδιοκτήτης μουλαριών
3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + -άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξάς, ψωμάς)].