οδοστρωτήρας: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτοκινούμενο [[συνήθως]] [[μηχάνημα]] με ογκώδεις κυλίνδρους στη [[θέση]] τών τροχών ή με σειρές ελαστικών τροχών, το οποίο χρησιμοποιείται για την [[κυλίνδρωση]] εδαφών, [[ιδίως]] [[κατά]] την [[εκτέλεση]] έργων οδοποιίας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ισοπεδώνει τα [[πάντα]] [[χωρίς]] [[διάκριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οδοστρώνω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κινη</i>-<i>τήρας</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>όδοστρωτήρ</i>, μαρτυρείται από το 1833 στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτοκινούμενο [[συνήθως]] [[μηχάνημα]] με ογκώδεις κυλίνδρους στη [[θέση]] τών τροχών ή με σειρές ελαστικών τροχών, το οποίο χρησιμοποιείται για την [[κυλίνδρωση]] εδαφών, [[ιδίως]] [[κατά]] την [[εκτέλεση]] έργων οδοποιίας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ισοπεδώνει τα [[πάντα]] [[χωρίς]] [[διάκριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οδοστρώνω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρας</i> ([[πρβλ]]. [[κινητήρας]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>όδοστρωτήρ</i>, μαρτυρείται από το 1833 στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:42, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο
1. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα με ογκώδεις κυλίνδρους στη θέση τών τροχών ή με σειρές ελαστικών τροχών, το οποίο χρησιμοποιείται για την κυλίνδρωση εδαφών, ιδίως κατά την εκτέλεση έργων οδοποιίας
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ισοπεδώνει τα πάντα χωρίς διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οδοστρώνω + επίθημα -τήρας (πρβλ. κινητήρας). Η λ., στον λόγιο τ. όδοστρωτήρ, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].