Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ουρήθρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[οὐρήθρα]], ιων. τ. οὐρήθρη)<br />[[πόρος]] που εκτείνεται από την ουροδόχο [[κύστη]] έως το έξω ουρηθρικό [[στόμιο]] και χρησιμεύει για την [[εκροή]] τών ούρων και, στον άνδρα, ως [[δίοδος]] του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεξαμενή]] ακαθαρσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὐρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήθρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολυμβ</i>-<i>ήθρα</i>)].
|mltxt=η (Α [[οὐρήθρα]], ιων. τ. οὐρήθρη)<br />[[πόρος]] που εκτείνεται από την ουροδόχο [[κύστη]] έως το έξω ουρηθρικό [[στόμιο]] και χρησιμεύει για την [[εκροή]] τών ούρων και, στον άνδρα, ως [[δίοδος]] του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεξαμενή]] ακαθαρσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὐρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήθρα</i> ([[πρβλ]]. [[κολυμβήθρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

η (Α οὐρήθρα, ιων. τ. οὐρήθρη)
πόρος που εκτείνεται από την ουροδόχο κύστη έως το έξω ουρηθρικό στόμιο και χρησιμεύει για την εκροή τών ούρων και, στον άνδρα, ως δίοδος του σπέρματος
αρχ.
δεξαμενή ακαθαρσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. κολυμβήθρα)].