οἰνάρεος: Difference between revisions
From LSJ
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰνάρεος]], -έα, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά της αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴναρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> ( | |mltxt=[[οἰνάρεος]], -έα, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά της αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴναρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[νεκτάρεος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i>von [[Weinlaub]] od. Weinranken</i>; ἔρνη, Ibyc. bei Ath. XIII.601b; [[σποδιή]], Hippocr. | |ptext=<i>von [[Weinlaub]] od. Weinranken</i>; ἔρνη, Ibyc. bei Ath. XIII.601b; [[σποδιή]], Hippocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 8 May 2023
English (LSJ)
α, ον, of vine leaves or twigs, Ibyc.1.6; σποδίη Hp.Mul.2.195.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de pampre, de vigne.
Étymologie: οἴναρον.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνάρεος: [ᾰ], -α, -ον, ὁ ἐκ φύλλων ἀμπέλου κατασκευασθείς, Ἴβυκος ὁ Ρηγῖνος παρ’ Ἀθην. 601Β, Ἱππ. 668. 54.
Greek Monolingual
οἰνάρεος, -έα, -ον (Α)
κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά της αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴναρον + κατάλ. -εος (πρβλ. νεκτάρεος)].
German (Pape)
von Weinlaub od. Weinranken; ἔρνη, Ibyc. bei Ath. XIII.601b; σποδιή, Hippocr.