οἰκίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[οικείος]], [[οικιακός]], [[σπιτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται στο [[σπίτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[δημόσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] ( | |mltxt=[[οἰκίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[οικείος]], [[οικιακός]], [[σπιτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται στο [[σπίτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[δημόσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[μητρίδιος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῐδ], α, ον, = οἰκεῖος, domestic, Opp.C.1.473.
German (Pape)
[Seite 301] = οἰκεῖος, Sp., wie Opp. Cyn. 1, 472.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκίδιος: -α, -ον, = οἰκεῖος, Ὀππ. Κ. 1. 473.
Greek Monolingual
οἰκίδιος, -ία, -ον (Α)
1. οικείος, οικιακός, σπιτικός
2. αυτός που γίνεται στο σπίτι, σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μητρίδιος)].