πατριδοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(31) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την [[ιδέα]] της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την [[ικανοποίηση]] ατομικών συμφερόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατρίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] ( | |mltxt=ο<br />αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την [[ιδέα]] της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την [[ικανοποίηση]] ατομικών συμφερόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατρίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] ([[πρβλ]]. [[αρχαιοκάπηλος]]). Η λ. στον πληθ. <i>πατριδοκάπηλοι</i> μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἀκρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:04, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο
αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την ιδέα της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιοκάπηλος). Η λ. στον πληθ. πατριδοκάπηλοι μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].