χειράγρα: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[αρθρίτιδα]] του άκρου χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[πιάσιμο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]]). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chiragra</i>, γαλλ. <i>chiragre</i>].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[αρθρίτιδα]] του άκρου χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[πιάσιμο]]» ([[πρβλ]]. [[ποδάγρα]]). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chiragra</i>, γαλλ. <i>chiragre</i>].
}}
}}

Revision as of 15:10, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειράγρα Medium diacritics: χειράγρα Low diacritics: χειράγρα Capitals: ΧΕΙΡΑΓΡΑ
Transliteration A: cheirágra Transliteration B: cheiragra Transliteration C: cheiragra Beta Code: xeira/gra

English (LSJ)

ἡ, gout in the hand, Asclep. ap. Gal.13.1026. Ptol.Tetr. 153 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, die Lähmung der Hand durch die Gicht, die Handgicht, wie ποδάγρα gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

χειράγρα: ἡ, ἀρθρῖτις κατὰ τὴν χεῖρα, Λατ. chiragra, καὶ παρὰ Λατ. ποιηταῖς cheragra, Γλωσσ. πρβ. ποδάγρα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
αρθρίτιδα του άκρου χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδάγρα). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chiragra, γαλλ. chiragre].