φιλοφόρμιγξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιγγος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που του αρέσει να συνοδεύει τον ήχο της φόρμιγγας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρμιγξ]], -<i>ιγγος</i> ( | |mltxt=-ιγγος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που του αρέσει να συνοδεύει τον ήχο της φόρμιγγας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρμιγξ]], -<i>ιγγος</i> ([[πρβλ]]. [[ἀναξιφόρμιγξ]], [[χρυσοφόρμιγξ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:21, 8 May 2023
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ, loving, i. e. accompanying, the lyre, of song, A.Supp.697 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1288] ιγγος, die Leier liebend, sie gewöhnlich begleitend, φήμα, Aesch. Suppl. 678.
Russian (Dvoretsky)
φιλοφόρμιγξ: ιγγος adj. сочетающийся с игрой на форминге, сопутствующий форминге (φάμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφόρμιγξ: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν φόρμιγγα, δηλ. συνοδεύων αὐτήν, ἐκ στομάτων φερέσθω φάμα φ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 696.
Greek Monolingual
-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που του αρέσει να συνοδεύει τον ήχο της φόρμιγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φόρμιγξ, -ιγγος (πρβλ. ἀναξιφόρμιγξ, χρυσοφόρμιγξ)].