νεβροφανής: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεβροφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται σαν [[νεβρός]], αυτός που μοιάζει με [[ελαφάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>, αόρ. β' του [[φαίνομαι]]), | |mltxt=[[νεβροφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται σαν [[νεβρός]], αυτός που μοιάζει με [[ελαφάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>, αόρ. β' του [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[μολυβδοφανής]], [[χαλκοφανής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 9 May 2023
English (LSJ)
ές, fawn-like, Nonn.D.5.363.
German (Pape)
[Seite 235] ές, wie ein Hirschkalb erscheinend, Nonn. D. 5, 363.
Greek (Liddell-Scott)
νεβροφᾰνής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεβρόν, Νόνν. Δ. 5. 363.
Greek Monolingual
νεβροφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν νεβρός, αυτός που μοιάζει με ελαφάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. μολυβδοφανής, χαλκοφανής].