νεοφανής: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοφανής]], -ές)<br />αυτός που φάνηκε για πρώτη [[φορά]], [[πρωτοφανής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεοφανώς</i> (Μ νεοφανῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο νεοφανή, για πρώτη [[φορά]]<br /><b>2.</b> παραδόξως, αλλόκοτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοφανής]], -ές)<br />αυτός που φάνηκε για πρώτη [[φορά]], [[πρωτοφανής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεοφανώς</i> (Μ νεοφανῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο νεοφανή, για πρώτη [[φορά]]<br /><b>2.</b> παραδόξως, αλλόκοτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[καινοφανής]], [[αγριοφανής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:45, 9 May 2023
German (Pape)
[Seite 245] ές, eben erst, neu erschienen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεοφᾰνής: -ές, ὁ πρὸ μικροῦ φανείς, Στουδ. 1580Α, κτλ. - Ἐπίρρ. νεοφανῶς, Ἰω. Κλίμακ. 896D.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ νεοφανής, -ές)
αυτός που φάνηκε για πρώτη φορά, πρωτοφανής
νεοελλ.-μσν.
(κατ' επέκτ.) παράδοξος, αλλόκοτος
αρχ.
αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.
επίρρ...
νεοφανώς (Μ νεοφανῶς)
1. με τρόπο νεοφανή, για πρώτη φορά
2. παραδόξως, αλλόκοτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. καινοφανής, αγριοφανής].