οικειόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκειόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με τη δική του [[φωνή]], με το ίδιο του το [[στόμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οἰκειοφώνως</i> (Α)<br />με τη δική του [[φωνή]], με το ίδιο του το [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), | |mltxt=[[οἰκειόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με τη δική του [[φωνή]], με το ίδιο του το [[στόμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οἰκειοφώνως</i> (Α)<br />με τη δική του [[φωνή]], με το ίδιο του το [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[ετερόφωνος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 10 May 2023
Greek Monolingual
οἰκειόφωνος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα.
επίρρ...
οἰκειοφώνως (Α)
με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερόφωνος].