ομοιότυπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμοιότυπος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] του ίδιου ή παρόμοιου τύπου με έναν [[άλλο]], αυτός που έχει την [[ίδια]] [[μορφή]] με έναν [[άλλο]], [[ομοιόμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έγινε [[κατά]] τον ίδιο τύπο, που αποτελεί ακριβές [[αντίγραφο]] ενός άλλου, [[πανομοιότυπος]]<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που μοιάζει με τον αρχικό τύπο, αυτός που δεν αποτελεί [[παραλλαγή]] του αρχικού τύπου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομοιότυπο</i><br />[[αντίγραφο]] κειμένου τυπωμένο ακριβώς όπως το πρωτότυπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοτύπως</i> και <i>ομοιότυπα</i><br />με όμοιο τύπο, με όμοια [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-<i>τυπος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμοιότυπος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] του ίδιου ή παρόμοιου τύπου με έναν [[άλλο]], αυτός που έχει την [[ίδια]] [[μορφή]] με έναν [[άλλο]], [[ομοιόμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έγινε [[κατά]] τον ίδιο τύπο, που αποτελεί ακριβές [[αντίγραφο]] ενός άλλου, [[πανομοιότυπος]]<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που μοιάζει με τον αρχικό τύπο, αυτός που δεν αποτελεί [[παραλλαγή]] του αρχικού τύπου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομοιότυπο</i><br />[[αντίγραφο]] κειμένου τυπωμένο ακριβώς όπως το πρωτότυπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοτύπως</i> και <i>ομοιότυπα</i><br />με όμοιο τύπο, με όμοια [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]]), [[πρβλ]]. [[χαλκότυπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμοιότυπος, -ον)
αυτός που είναι του ίδιου ή παρόμοιου τύπου με έναν άλλο, αυτός που έχει την ίδια μορφή με έναν άλλο, ομοιόμορφος
νεοελλ.
1. αυτός που έγινε κατά τον ίδιο τύπο, που αποτελεί ακριβές αντίγραφο ενός άλλου, πανομοιότυπος
2. (για φυτό) αυτός που μοιάζει με τον αρχικό τύπο, αυτός που δεν αποτελεί παραλλαγή του αρχικού τύπου
3. το ουδ. ως ουσ. το ομοιότυπο
αντίγραφο κειμένου τυπωμένο ακριβώς όπως το πρωτότυπο.
επίρρ...
ομοιοτύπως και ομοιότυπα
με όμοιο τύπο, με όμοια μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τυπος (< τύπτω), πρβλ. χαλκότυπος].