οὐροδόχος: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[οὐροδόχος]] και [[οὐρηδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει ή δέχεται τα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ουροδόχος]] [[κύστη]]» — η [[κύστη]] [[μέσα]] στην οποία συγκεντρώνονται τα [[ούρα]] στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων [[κατά]] την κάθοδό τους από τα νεφρά [[προτού]] εκχυθούν από την [[ουρήθρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[οὐροδόχος]] και [[οὐρηδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει ή δέχεται τα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ουροδόχος]] [[κύστη]]» — η [[κύστη]] [[μέσα]] στην οποία συγκεντρώνονται τα [[ούρα]] στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων [[κατά]] την κάθοδό τους από τα νεφρά [[προτού]] εκχυθούν από την [[ουρήθρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ξενοδόχος]]].
}}
}}

Revision as of 10:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐροδόχος Medium diacritics: οὐροδόχος Low diacritics: ουροδόχος Capitals: ΟΥΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: ourodóchos Transliteration B: ourodochos Transliteration C: ourodochos Beta Code: ou)rodo/xos

English (LSJ)

ον, holding urine, Gal. 8.373, 19.363, Sch.Ar.Ach.82.

German (Pape)

[Seite 419] den Urin aufnehmend, ἀγγεῖα, Schol. Ar. Ach. 82 u. Sp. Vgl. οὐρηδόχος.

Greek (Liddell-Scott)

οὐροδόχος: -ον, ὁ περιέχων ἢ δεχόμενος οὖρα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 108· οὐροδόχος κύστις Γαλην. ΙΙ, 239C.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, -ον)
1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα
2. φρ. «ουροδόχος κύστη» — η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος].