ουρανοβάμων: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(30) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[οὐρανοβάμων]], -ονος)<br />αυτός που περπατά στον ουρανό, που βρίσκεται πιο [[ψηλά]] από τα επίγεια («ὁ [[οὐρανοβάμων]] Παῡλος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αιθεροβάμων]], [[φαντασιοκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), | |mltxt=ο, η (ΑΜ [[οὐρανοβάμων]], -ονος)<br />αυτός που περπατά στον ουρανό, που βρίσκεται πιο [[ψηλά]] από τα επίγεια («ὁ [[οὐρανοβάμων]] Παῡλος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αιθεροβάμων]], [[φαντασιοκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αιθεροβάμων]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 10 May 2023
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ οὐρανοβάμων, -ονος)
αυτός που περπατά στον ουρανό, που βρίσκεται πιο ψηλά από τα επίγεια («ὁ οὐρανοβάμων Παῡλος»)
νεοελλ.
μτφ. αιθεροβάμων, φαντασιοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων].