πολυμέλαθρος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυμέλαθρος]], -ον, Α<br />(για [[θεότητα]]) αυτός που έχει [[πολλά]] μέλαθρα, [[προς]] τιμήν του οποίου έχουν κτιστεί πολλοί ναοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μέλαθρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέλαθρον]] «[[μέγαρο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>υψι</i>-<i>μέλαθρος</i>].
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυμέλαθρος]], -ον, Α<br />(για [[θεότητα]]) αυτός που έχει [[πολλά]] μέλαθρα, [[προς]] τιμήν του οποίου έχουν κτιστεί πολλοί ναοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μέλαθρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέλαθρον]] «[[μέγαρο]]»), [[πρβλ]]. [[υψιμέλαθρος]]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμέλαθρος Medium diacritics: πολυμέλαθρος Low diacritics: πολυμέλαθρος Capitals: ΠΟΛΥΜΕΛΑΘΡΟΣ
Transliteration A: polymélathros Transliteration B: polymelathros Transliteration C: polymelathros Beta Code: polume/laqros

English (LSJ)

Ep. πουλ-, ον, with many halls or temples, Call.Dian.225.

German (Pape)

[Seite 666] poet. πουλυμ., mit vielen Gemächern, Callim. H. 3, 225; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμέλαθρος: Ἐπικ. πουλ-, ον, ὁ ἔχων πολλὰ μέλαθρα, πολλοὺς ναούς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Νάνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 2.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυμέλαθρος, -ον, Α
(για θεότητα) αυτός που έχει πολλά μέλαθρα, προς τιμήν του οποίου έχουν κτιστεί πολλοί ναοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μέλαθρος (< μέλαθρον «μέγαρο»), πρβλ. υψιμέλαθρος].