σαρκοτακής: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />([[κυρίως]] για νόσο) αυτός που φθείρει τη [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τακής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τακ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>τάκ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[τήκω]] «[[λειώνω]], [[φθείρω]]»), | |mltxt=-ές, Α<br />([[κυρίως]] για νόσο) αυτός που φθείρει τη [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τακής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τακ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>τάκ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[τήκω]] «[[λειώνω]], [[φθείρω]]»), [[πρβλ]]. [[γυιοτακής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, (τήκω) wasting the flesh, νοῦσοι Procl.H.7.44.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοτᾰκής: -ές, (τήκω) ὁ τὴν σάρκα τήκων, φθείρων, νοῦσοι Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 44.
Greek Monolingual
-ές, Α
(κυρίως για νόσο) αυτός που φθείρει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τακής (< θ. τακ-, πρβλ. ἐ-τάκ-ην, παθ. αόρ. β' του τήκω «λειώνω, φθείρω»), πρβλ. γυιοτακής].