γυιοτακής

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοτᾰκής Medium diacritics: γυιοτακής Low diacritics: γυιοτακής Capitals: ΓΥΙΟΤΑΚΗΣ
Transliteration A: gyiotakḗs Transliteration B: guiotakēs Transliteration C: gyiotakis Beta Code: guiotakh/s

English (LSJ)

γυιοτακές,
A melting or wasting the limbs, πενίη AP6.30 (Maced.).
II Pass., with pining limbs, ib.71 (Paul.Sil.).

Spanish (DGE)

(γυιοτᾰκής) -ές
1 de miembros desfallecidos, que está al límite de las fuerzas de un enamorado no correspondido AP 6.71.9 (Paul.Sil.).
2 que debilita los miembros, agotador πενίη AP 6.30 (Macedon.).

German (Pape)

[Seite 508] ές, Glieder schmelzend, allmälig abzehrend, πενίη Maced. 28 (VI, 30); mit hinschwindenden Gliedern, P. Sil. 41 (VI, 71).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui épuise les membres;
2 aux membres épuisés.
Étymologie: γυῖον, τήκω.

Russian (Dvoretsky)

γυιοτᾰκής:
1 изнуренный, истощенный, обессилевший (ποθόβλητος ἀνήρ Anth.);
2 изнурительный, истощающий (πενίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γυιοτᾰκής: -ές, ὁ τήκων ἢ φθείρων τὰ μέλη, Ἀνθ. Π. 6. 30. ΙΙ. παθ., ὁ ἔχων τὰ μέλη φθίνοντα, αὐτόθι 71.

Greek Monolingual

γυιοτακής, -ές (Α)
1. αυτός που εξασθενεί τα μέλη του σώματος
2. εκείνος που έχει εξασθενημένα τα μέλη του σώματός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -τακής < ετάκην, αόρ. του τήκομαι (πρβλ. τήκω «λειώνω, φθείρω, μαραίνω»].

Greek Monotonic

γυιοτᾰκής: -ές (τήκω),
I. αυτός που φθείρει τα μέλη, σε Ανθ.
II. Παθ., αυτός που έχει μαραζωμένα, φθίνοντα μέλη, στο ίδ.

Middle Liddell

τήκω
I. wasting the limbs, Anth.
II. pass. with pining limbs, Anth.