τερενόχρως: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. [[τερενόχρους]], -ουν και -οος, -οον, Α<br />αυτός που έχει τρυφερό, μαλακό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρην]], -<i>ενος</i> «[[τρυφερός]], [[μαλακός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> / -<i>χροος</i> / -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> / [[χροός]] «[[επιδερμίδα]]»), | |mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. [[τερενόχρους]], -ουν και -οος, -οον, Α<br />αυτός που έχει τρυφερό, μαλακό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρην]], -<i>ενος</i> «[[τρυφερός]], [[μαλακός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> / -<i>χροος</i> / -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> / [[χροός]] «[[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. [[ἁπαλόχρως]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 10 May 2023
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, with tender skin, τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις Anaxandr.41.37 (anap.); heterocl. dat. τερενόχροϊ Opp.H.2.56; nom. pl. τερενόχροες Orph.L.33.
German (Pape)
[Seite 1093] ωτος, ὁ, ἡ, mit zarter Haut, τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις, Anaxandr. bei Ath. III, 131 d.
Greek (Liddell-Scott)
τερενόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων δέρμα τρυφερόν, τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37· ἑτεροκλ. δοτ. τερενόχροϊ, Ὀππ. Ἁλ. 2. 56· ὀνομ. πληθ. τερενόχροες, Ὀρφ. Λιθ. 33.
Greek Monolingual
-ωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τερενόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α
αυτός που έχει τρυφερό, μαλακό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρην, -ενος «τρυφερός, μαλακός» + -χρως / -χροος / -χρους (< χρώς, χρωτός / χροός «επιδερμίδα»), πρβλ. ἁπαλόχρως].