τραπεζήεις: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά πεζα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), | |mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά πεζα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), [[πρβλ]]. [[τολμήεις]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 10 May 2023
English (LSJ)
εσσα, εν, of, from, or for the table, κύμβος Nic.Th.526; κύνες Opp.C. 1.473 (unless τραπεζήεσσι is dat. pl. of foreg.).
German (Pape)
[Seite 1134] εσσα, εν, vom Tische, zum Tische gehörig, Nic. Th. 526.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζήεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τράπεζαν, κύμβος Νικ. Θηρ. 526.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά πεζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμήεις].