χαλασοσπίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που με τη [[συμπεριφορά]] και τις ενέργειές του χαλάει ένα σπιτικό, προκαλεί τη [[διάλυση]] μιας οικογένειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χάλασ</i>-<i>α</i>, αόρ. του [[χαλώ]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπίτι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ερημο</i>-<i>σπίτης</i>].
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που με τη [[συμπεριφορά]] και τις ενέργειές του χαλάει ένα σπιτικό, προκαλεί τη [[διάλυση]] μιας οικογένειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χάλασ</i>-<i>α</i>, αόρ. του [[χαλώ]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπίτι]]), [[πρβλ]]. [[ερημοσπίτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που με τη συμπεριφορά και τις ενέργειές του χαλάει ένα σπιτικό, προκαλεί τη διάλυση μιας οικογένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. του χαλώ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημοσπίτης].