υπερόπτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑπερόπτης]], ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, -ιδος, Μ<br />[[οιηματίας]], [[αλαζόνας]], [[θρασύς]], [[αυθάδης]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], [[καταφρονητής]] («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), | |mltxt=ο / [[ὑπερόπτης]], ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, -ιδος, Μ<br />[[οιηματίας]], [[αλαζόνας]], [[θρασύς]], [[αυθάδης]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], [[καταφρονητής]] («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[ἐπόπτης]]]. | ||
}} | }} |