ὀκτάσημος: Difference between revisions
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάσημος]], -ον)<br />(για αρχαίο μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] πρώτους χρόνους, από [[οκτώ]] χρονικά [[σημεία]]. Επίρ. <i>οκτασήμως</i> (Α)<br />[[κατά]] οκτάσημα [[μέτρα]] («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, [[ἤτοι]] [[κατά]] δοχμίους»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάσημος]], -ον)<br />(για αρχαίο μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] πρώτους χρόνους, από [[οκτώ]] χρονικά [[σημεία]]. Επίρ. <i>οκτασήμως</i> (Α)<br />[[κατά]] οκτάσημα [[μέτρα]] («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, [[ἤτοι]] [[κατά]] δοχμίους»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[εξάσημος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, in Prosody, of eight times, Sch.A.Th.103. Adv. -μως in the eight-time measure, of the dochmius (), Sch.A.Th. 128.
German (Pape)
[Seite 317] mit acht Zeiten, achtzeitig, in der Prosodie, Schol. Aesch. Spt. 103; auch adv., Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάσημος: -ον, ἐν προσῳδίᾳ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ σημείων χρόνου, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 164, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τοῦ δοχμίου (υ--υ-), Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 120.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀκτάσημος, -ον)
(για αρχαίο μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από οκτώ πρώτους χρόνους, από οκτώ χρονικά σημεία. Επίρ. οκτασήμως (Α)
κατά οκτάσημα μέτρα («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, ἤτοι κατά δοχμίους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σημος (< σῆμα), πρβλ. εξάσημος].