ὑψαύχενος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψαύχενος]], -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>μτφ.</b> [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτός που κρατά [[ψηλά]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[φιάλη]]) αυτός που έχει ψηλό λαιμό<br /><b>3.</b> (για [[κάθισμα]]) αυτός που έχει ψηλό [[ερεισίνωτο]], ψηλή [[ράχη]]<br /><b>4.</b> (για [[δέντρο]]) [[ψηλός]] («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αύχενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]]), | |mltxt=-η, -ο / [[ὑψαύχενος]], -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>μτφ.</b> [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτός που κρατά [[ψηλά]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[φιάλη]]) αυτός που έχει ψηλό λαιμό<br /><b>3.</b> (για [[κάθισμα]]) αυτός που έχει ψηλό [[ερεισίνωτο]], ψηλή [[ράχη]]<br /><b>4.</b> (για [[δέντρο]]) [[ψηλός]] («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αύχενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]]), [[πρβλ]]. [[ἐριαύχην]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, = ὑψαύχην, Ἄραβες Tim.Gaz. ap. Ar.Byz.Epit. 147.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψαύχενος: -ον, = ὑψαύχην, Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψαύχενος, -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α
μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος
αρχ.
1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι
2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό
3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη
4. (για δέντρο) ψηλός («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -αύχενος (< αὐχήν, -ένος), πρβλ. ἐριαύχην].