ἡμίσπονδος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
mNo edit summary |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμίσπονδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που [[είναι]] μόνο εν μέρει δεσμευμένος [[έναντι]] άλλου με [[συνθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]]), [[πρβλ]]. [[παράσπονδος]], [[υπόσπονδος]] | |mltxt=[[ἡμίσπονδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που [[είναι]] μόνο εν μέρει δεσμευμένος [[έναντι]] άλλου με [[συνθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]]), [[πρβλ]]. [[παράσπονδος]], [[υπόσπονδος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, half bound by treaty, Poll.6.30.
German (Pape)
[Seite 1170] halb verbündet, Poll. 6, 160.
Greek Monolingual
ἡμίσπονδος, -ον (Α)
αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παράσπονδος, υπόσπονδος].