ἡμίσπονδος

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίσπονδος Medium diacritics: ἡμίσπονδος Low diacritics: ημίσπονδος Capitals: ΗΜΙΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: hēmíspondos Transliteration B: hēmispondos Transliteration C: imispondos Beta Code: h(mi/spondos

English (LSJ)

ἡμίσπονδον, half bound by treaty, Poll.6.30.

German (Pape)

[Seite 1170] halb verbündet, Poll. 6, 160.

Greek Monolingual

ἡμίσπονδος, -ον (Α)
αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παράσπονδος, υπόσπονδος].