ἡμίσπονδος
From LSJ
English (LSJ)
ἡμίσπονδον, half bound by treaty, Poll.6.30.
German (Pape)
[Seite 1170] halb verbündet, Poll. 6, 160.
Greek Monolingual
ἡμίσπονδος, -ον (Α)
αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παράσπονδος, υπόσπονδος].