θαλαμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλαμοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Θαλαμοποιοί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[βροχοποιός]], [[θαυματοποιός]]).
|mltxt=[[θαλαμοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Θαλαμοποιοί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[βροχοποιός]], [[θαυματοποιός]]].
}}
}}

Revision as of 13:19, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμοποιός Medium diacritics: θαλαμοποιός Low diacritics: θαλαμοποιός Capitals: ΘΑΛΑΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thalamopoiós Transliteration B: thalamopoios Transliteration C: thalamopoios Beta Code: qalamopoio/s

English (LSJ)

όν, preparing the bed-chamber: Θαλαμοποιοί, name of a play of Aeschylus, Poll.7.122.

German (Pape)

[Seite 1182] das Brautgemach bereitend, Titel eines Stückes des Aesch. bei Poll. 7, 122.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλᾰμοποιός:готовящий брачный покой Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμοποιός: -όν, παρασκευάζων, ἑτοιμάζων τὸν θάλαμον ἢ τὸν κοιτῶνα· - Θαλαμοποιοί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Πολυδ. Ζ, 122.

Greek Monolingual

θαλαμοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχοποιός, θαυματοποιός].