πήδινος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
m (pape replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον, Α<br />κατασκευασμένος από πηδό, από το πλατύ [[μέρος]] του κουπιού («[[πήδινος]] [[ἄξων]]» ή δ. γρφ. «[[φήγινος]] [[ἄξων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηδός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ( | |mltxt=-η, -ον, Α<br />κατασκευασμένος από πηδό, από το πλατύ [[μέρος]] του κουπιού («[[πήδινος]] [[ἄξων]]» ή δ. γρφ. «[[φήγινος]] [[ἄξων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηδός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ξύλινος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=s. [[πηδόν]]. | |ptext=s. [[πηδόν]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 11 May 2023
English (LSJ)
η, ον, made of πηδός, read by Gramm. for φήγινος in Il.5.838, Hsch., EM669.40, Eust.613.9.
Greek (Liddell-Scott)
πήδῐνος: -η, -ον, ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
κατασκευασμένος από πηδό, από το πλατύ μέρος του κουπιού («πήδινος ἄξων» ή δ. γρφ. «φήγινος ἄξων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδός + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].
German (Pape)
s. πηδόν.