παγκοίρανος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παγκοίρανος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[απόλυτος]] [[κύριος]], [[εξουσιαστής]] όλων («θεὰ παγκοίρανε θήρης», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοίρανος]] «[[δεσπότης]], [[κύριος]]» ( | |mltxt=[[παγκοίρανος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[απόλυτος]] [[κύριος]], [[εξουσιαστής]] όλων («θεὰ παγκοίρανε θήρης», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοίρανος]] «[[δεσπότης]], [[κύριος]]» ([[πρβλ]]. [[πολυκοίτανος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, supreme ruler, θεὰ παγκοίρανε θήρης Opp.C.4.21.
German (Pape)
[Seite 436] Alles beherrschend, θεὰ παγκοίρανε θήρης, Opp. Cyn. 4, 21.
Greek (Liddell-Scott)
παγκοίρᾰνος: -ον, κύριος πάντων, πότνα θεὰ παγκοίρανε θήρης Ὀππ. Κ. 4. 21· Σαβάζιος Συλλ. Ἐπιγρ. 3791.
Greek Monolingual
παγκοίρανος, -ον (Α)
αυτός που είναι απόλυτος κύριος, εξουσιαστής όλων («θεὰ παγκοίρανε θήρης», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κοίρανος «δεσπότης, κύριος» (πρβλ. πολυκοίτανος)].