περιβολάρης: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(32) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[περβολάρης]], ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν<br /><b>1.</b> ο εργαζόμενος σε [[περιβόλι]], αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, [[κηπουρός]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «νά 'μουνα το χειμώνα [[φούρναρης]] και το [[καλοκαίρι]] [[περιβολάρης]]» — λέγεται για τους τεμπέληδες και για όσους θέλουν να έχουν [[εργασία]] [[χωρίς]] πολύ κόπο και μόχθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[περιβόλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> ( | |mltxt=και [[περβολάρης]], ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν<br /><b>1.</b> ο εργαζόμενος σε [[περιβόλι]], αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, [[κηπουρός]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «νά 'μουνα το χειμώνα [[φούρναρης]] και το [[καλοκαίρι]] [[περιβολάρης]]» — λέγεται για τους τεμπέληδες και για όσους θέλουν να έχουν [[εργασία]] [[χωρίς]] πολύ κόπο και μόχθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[περιβόλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> ([[πρβλ]]. [[νοικάρης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:50, 11 May 2023
Greek Monolingual
και περβολάρης, ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν
1. ο εργαζόμενος σε περιβόλι, αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, κηπουρός
2. παροιμ. «νά 'μουνα το χειμώνα φούρναρης και το καλοκαίρι περιβολάρης» — λέγεται για τους τεμπέληδες και για όσους θέλουν να έχουν εργασία χωρίς πολύ κόπο και μόχθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. περιβόλι + κατάλ. -άρης (πρβλ. νοικάρης)].