πιδακῖτις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει [[κοντά]] σε [[πηγή]] («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ( | |mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει [[κοντά]] σε [[πηγή]] («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[καλαμίτις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:02, 11 May 2023
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (πῖδαξ) growing at or about a spring, βοτάναι Hp.Ep.16.
German (Pape)
[Seite 612] ἡ, am Quell wachsend, von der Quelle kommend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῑδᾰκῖτις: -ιδος, ἡ, (πῖδαξ) ὁ πλησίον τοῦ πίδακος, παρὰ τὴν πηγὴν φυόμενος, βοτάναι Ἱππ. Ἐπιστ. 1278. 12.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
(για φυτό) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει κοντά σε πηγή («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + επίθημα -ῖτις (πρβλ. καλαμίτις)].