πρόγαμος: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πρόγαμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προγαμιαίος]], [[προγάμιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόγαμος]] [[δωρεά]]»<br />(παλαιότερα) η προγαμιαία [[δωρεά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μνηστευμένος, αρραβωνιασμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Πρόγαμοι</i><br />(ως [[τίτλος]] έργου του Μενάνδρου) οι μελλόνυμφοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[πρόγαμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προγαμιαίος]], [[προγάμιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόγαμος]] [[δωρεά]]»<br />(παλαιότερα) η προγαμιαία [[δωρεά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μνηστευμένος, αρραβωνιασμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Πρόγαμοι</i><br />(ως [[τίτλος]] έργου του Μενάνδρου) οι μελλόνυμφοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] ([[πρβλ]]. [[δύσγαμος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, A betrothed, νύμφαι Tryph.341. II before a marriage: Πρόγαμοι title of a play by Menander, Stob.1.7.2.
German (Pape)
[Seite 713] vorher heirathend oder verheirathet, Tryphiod. 332; – οἱ πρόγαμοι, Titel einer Comödie des Menander, nach Mein. p. 149 = προγάμια.
Russian (Dvoretsky)
πρόγᾰμος: ὁ жених Men.
Greek (Liddell-Scott)
πρόγᾰμος: -ον, ὁ πρότερον νυμφευόμενος, νύμφαι Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-.) 341. ΙΙ. ὁ πρὸ τοῦ γάμου ἢ τῆς τελετῆς τοῦ γάμου· Πρόγαμοι ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου, ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόγαμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. προγαμιαίος, προγάμιος
2. φρ. «πρόγαμος δωρεά»
(παλαιότερα) η προγαμιαία δωρεά
αρχ.
1. μνηστευμένος, αρραβωνιασμένος
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Πρόγαμοι
(ως τίτλος έργου του Μενάνδρου) οι μελλόνυμφοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + γάμος (πρβλ. δύσγαμος)].