προγάμιος
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
ον, = προγαμιαῖος, Ael. NA 9.66. προγάμια (sc. ἱερά), τά, sacrifice before marriage, Poll. 3.38.
German (Pape)
[Seite 713] vor der Hochzeit; Ael. H. A. 9, 66; τὰ προγάμια, Poll. 3, 38, = προτέλεια, Opfer vor der Hochzeit; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait avant le mariage.
Étymologie: πρό, γάμος.
Greek (Liddell-Scott)
προγάμιος: -ον, (γάμος) ὁ πρὸ τοῦ γάμου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 66. ΙΙ. προγάμια (ἐξυπ. ἱερά), τά, θυσία πρὸ τοῦ γάμου, ὡσαύτως πρόγαμοι καί προτέλεια, Πολυδ. Γ΄, 38.
Greek Monolingual
-α, -ο / προγάμιος, -ον, ΝΜ πρόγαμος
προγαμιαίος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προγάμια
(ενν. ἱερά) θρησκευτικές τελετές με θυσίες που τελούνταν πριν από τον γάμο και ήταν αφιερωμένες στους θεούς προστάτες του γάμου και κατά τις οποίες η νύφη έκοβε και προσέφερε ως απαρχή πλοκάμους τών μαλλιών της, αλλ. προτέλεια.