ροχαλητό: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ρουχαλητό]], το, Ν<br />[[θορυβώδης]] [[αναπνοή]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ροχαλίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μουγκρ</i>-<i>ητό</i>)].
|mltxt=και [[ρουχαλητό]], το, Ν<br />[[θορυβώδης]] [[αναπνοή]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ροχαλίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> ([[πρβλ]]. [[μουγκρητό]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

και ρουχαλητό, το, Ν
θορυβώδης αναπνοή κατά τη διάρκεια του ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ροχαλίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. μουγκρητό)].