ρουφήχτρα: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> περιστροφική [[κίνηση]] νερού [[κατά]] τη ροή του ή [[πίσω]] από κινούμενο [[πλοίο]], η [[δίνη]], αλλ. [[ρούφουλας]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γυναίκα]] που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ρουφώ</i> / [[ρουφηχτός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τσούχ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> περιστροφική [[κίνηση]] νερού [[κατά]] τη ροή του ή [[πίσω]] από κινούμενο [[πλοίο]], η [[δίνη]], αλλ. [[ρούφουλας]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γυναίκα]] που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ρουφώ</i> / [[ρουφηχτός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[τσούχτρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. περιστροφική κίνηση νερού κατά τη ροή του ή πίσω από κινούμενο πλοίο, η δίνη, αλλ. ρούφουλας
2. μτφ. γυναίκα που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ / ρουφηχτός + επίθημα -τρα (πρβλ. τσούχτρα)].