στρεβλωτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[στρεβλωτήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρεβλωτήριο</i><br />η [[στρέβλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βασανίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στρεβλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀναστομω</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[στρεβλωτήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρεβλωτήριο</i><br />η [[στρέβλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βασανίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στρεβλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[ἀναστομωτήριος]])].
}}
}}

Revision as of 16:20, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλωτήριος Medium diacritics: στρεβλωτήριος Low diacritics: στρεβλωτήριος Capitals: ΣΤΡΕΒΛΩΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: streblōtḗrios Transliteration B: streblōtērios Transliteration C: strevlotirios Beta Code: streblwth/rios

English (LSJ)

α, ον, racking, torturing, Hsch. s.v. λυγῶδες: στρεβλωτήριον, τό, rack, LXX 4 Ma.8.13.

German (Pape)

[Seite 953] folternd, marternd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλωτήριος: -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λύγος· - στρεβλωτήριον, τό, βασανιστήριον, στρέβλη, Ἰωσήπ. Μακκ. 8.

Greek Monolingual

-α, -ο / στρεβλωτήριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο
η στρέβλη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. ἀναστομωτήριος)].