υπνώττω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(43) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπνώσσω]], ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[ελαφρά]], [[λαγοκοιμάμαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αδρανώ]] [[τελείως]], δεν [[κάνω]] αυτά που [[πρέπει]] («οι αρμόδιοι υπνώττουν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νυστάζω]], αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i> που απαντά σε ρ. που δηλώνουν σωματική [[κατάσταση]] ή [[ασθένεια]] ( | |mltxt=[[ὑπνώσσω]], ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[ελαφρά]], [[λαγοκοιμάμαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αδρανώ]] [[τελείως]], δεν [[κάνω]] αυτά που [[πρέπει]] («οι αρμόδιοι υπνώττουν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νυστάζω]], αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i> που απαντά σε ρ. που δηλώνουν σωματική [[κατάσταση]] ή [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. [[λαιμώσσω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 11 May 2023
Greek Monolingual
ὑπνώσσω, ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α
νεοελλ.
1. κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμάμαι
2. μτφ. αδρανώ τελείως, δεν κάνω αυτά που πρέπει («οι αρμόδιοι υπνώττουν»)
αρχ.
1. νυστάζω, αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος
2. κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω που απαντά σε ρ. που δηλώνουν σωματική κατάσταση ή ασθένεια (πρβλ. λαιμώσσω)].