χειρόβιος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που δεν έχει άλλους πόρους [[εκτός]] από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, [[βιοπαλαιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] «ζωή» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>βιος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που δεν έχει άλλους πόρους [[εκτός]] από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, [[βιοπαλαιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] «ζωή» ([[πρβλ]]. [[πολύβιος]])].
}}
}}

Revision as of 16:58, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόβῐος Medium diacritics: χειρόβιος Low diacritics: χειρόβιος Capitals: ΧΕΙΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: cheiróbios Transliteration B: cheirobios Transliteration C: cheirovios Beta Code: xeiro/bios

English (LSJ)

ον, living by handiwork, PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid.

German (Pape)

[Seite 1345] von seiner Hände Arbeit lebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ, «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που δεν έχει άλλους πόρους εκτός από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, βιοπαλαιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βίος «ζωή» (πρβλ. πολύβιος)].