ὀνειρήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνειρήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πευκ</i>-<i>ήεις</i>)].
|mltxt=[[ὀνειρήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. [[πευκήεις]])].
}}
}}

Revision as of 17:04, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειρήεις Medium diacritics: ὀνειρήεις Low diacritics: ονειρήεις Capitals: ΟΝΕΙΡΗΕΙΣ
Transliteration A: oneirḗeis Transliteration B: oneirēeis Transliteration C: oneirieis Beta Code: o)neirh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = ὀνείρειος (dreamy, of dreams), Orph. H. 86.14.

German (Pape)

[Seite 346] εσσα, εν, = Vorigem, Orph. H. 86, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειρήεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Ὀρφ. ὕμν. 85. 14.

Greek Monolingual

ὀνειρήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. πευκήεις)].