ῥαντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[γωνία]] του ματιού [[προς]] το [[μέρος]] της [[μύτης]]) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥαν</i>- του [[ῥαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερμαν</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[γωνία]] του ματιού [[προς]] το [[μέρος]] της [[μύτης]]) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥαν</i>- του [[ῥαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[θερμαντήρ]])].
}}
}}

Revision as of 17:05, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντήρ Medium diacritics: ῥαντήρ Low diacritics: ραντήρ Capitals: ΡΑΝΤΗΡ
Transliteration A: rhantḗr Transliteration B: rhantēr Transliteration C: rantir Beta Code: r(anth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ῥαίνω) A one who wets, especially of the inner corner of the eye, Nic. Th.673, cf. Poll.2.71. II sprinkler, Mon.Ant.23.150 (Adanda).

German (Pape)

[Seite 833] ῆρος, ὁ, der Netzer, Benetzer, Besprenger; bei Nic. Th. 673 ist κανθὸς ῥαντήρ der vordere Augenwinkel.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντήρ: ῆρος, ὁ, (ῥαίνω) ὁ ὑγραίνων, μάλιστα ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ πηγή, Νικ. Θ. 673, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 71.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. (για τη γωνία του ματιού προς το μέρος της μύτης) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα
2. αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- του ῥαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].