νέοργος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νέοργος]], -ον (Α)<br />(για τη γη) αυτή που αναζωογονήθηκε, που ενδυναμώθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ὀργῷ</i> «[[είμαι]] [[γεμάτος]] ζωή, [[γόνιμος]]» ( | |mltxt=[[νέοργος]], -ον (Α)<br />(για τη γη) αυτή που αναζωογονήθηκε, που ενδυναμώθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ὀργῷ</i> «[[είμαι]] [[γεμάτος]] ζωή, [[γόνιμος]]» ([[πρβλ]]. [[βαρύοργος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 16 May 2023
English (LSJ)
ον, (ὀργάω) freshened, invigorated, γῆ Thphr.CP3.13.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 243] von jungem Triebe strotzend, in schwellender Jugendfülle, wahrscheinlich f. L. für νέορτος, Soph. frg. 791.
Greek Monolingual
νέοργος, -ον (Α)
(για τη γη) αυτή που αναζωογονήθηκε, που ενδυναμώθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ὀργῷ «είμαι γεμάτος ζωή, γόνιμος» (πρβλ. βαρύοργος)].