ὁμόζηλος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόζηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο<br /><b>2.</b> (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζῆλος]] (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>ζηλος</i>)].
|mltxt=[[ὁμόζηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο<br /><b>2.</b> (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζῆλος]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλόζηλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:49, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόζηλος Medium diacritics: ὁμόζηλος Low diacritics: ομόζηλος Capitals: ΟΜΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: homózēlos Transliteration B: homozēlos Transliteration C: omozilos Beta Code: o(mo/zhlos

English (LSJ)

ον, A of like zeal, Ph.2.458, Nonn.D.37.261; τινι with one, Ph.1.146. II cultivating the same literary style, Anach. ap. S.E.M.7.56.

German (Pape)

[Seite 334] von gleichem Eifer, Studium; S. Emp. adv. log. 1, 56; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόζηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, μετὰ τινος, Φίλων 1. 146.

Greek Monolingual

ὁμόζηλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο
2. (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ζῆλος (πρβλ. μεγαλόζηλος)].