μεγαλόζηλος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόζηλος Medium diacritics: μεγαλόζηλος Low diacritics: μεγαλόζηλος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: megalózēlos Transliteration B: megalozēlos Transliteration C: megalozilos Beta Code: megalo/zhlos

English (LSJ)

μεγαλόζηλον, very zealous, Glossaria on ἀγάζηλος, EM5.29.

German (Pape)

[Seite 106] Erkl. von ἀγάζηλος, E. M. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόζηλος: -ον, ἔχων μέγαν ζῆλον, Μέγ. Ἐτυμ. ἐν λέξ. ἀγάζηλος.

Greek Monolingual

μεγαλόζηλος, -ον (ΑM)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεγαλόζηλα
ενδύματα κατάλληλα για ψηλούς ανθρώπους
αρχ.
αυτός που έχει μεγάλο ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ζῆλος (πρβλ. ετερόζηλος, πολύζηλος)].