ὀρίνδης: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orindis
|Transliteration C=orindis
|Beta Code=o)ri/ndhs
|Beta Code=o)ri/ndhs
|Definition=[[ἄρτος]], ὁ, [[bread]] made of [[rice]] [[flour]] ([[ὄρυζα]]), S.Fr.609 (ap.Ath.3.110e), Poll.6.73 (who also has [[ὀρίνδιον]] [[σπέρμα]]), Hsch.; [[ὀρίνδα]] in Phryn. PSp.93 B. is perhaps corrupt. (Loan-word, cf. Mod.Pers. birinĵ, gurinĵ, Afghan vrižē, Skt. vrīhi '[[rice]]': [[ὄρυζα]] comes from the same source.)
|Definition=[[ἄρτος]], ὁ, [[bread]] made of [[rice]] [[flour]] ([[ὄρυζα]]), S.Fr.609 (ap.Ath.3.110e), Poll.6.73 (who also has [[ὀρίνδιον]] [[σπέρμα]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[ὀρίνδα]] in Phryn. PSp.93 B. is perhaps corrupt. (Loan-word, cf. Mod.Pers. birinĵ, gurinĵ, Afghan vrižē, Skt. vrīhi '[[rice]]': [[ὄρυζα]] comes from the same source.)
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρίνδης Medium diacritics: ὀρίνδης Low diacritics: ορίνδης Capitals: ΟΡΙΝΔΗΣ
Transliteration A: oríndēs Transliteration B: orindēs Transliteration C: orindis Beta Code: o)ri/ndhs

English (LSJ)

ἄρτος, ὁ, bread made of rice flour (ὄρυζα), S.Fr.609 (ap.Ath.3.110e), Poll.6.73 (who also has ὀρίνδιον σπέρμα), Hsch.; ὀρίνδα in Phryn. PSp.93 B. is perhaps corrupt. (Loan-word, cf. Mod.Pers. birinĵ, gurinĵ, Afghan vrižē, Skt. vrīhi 'rice': ὄρυζα comes from the same source.)

German (Pape)

[Seite 378] ἄρτος, ὁ, aus ὄρινδα od. ὄρυζα bereitetes Brot, Soph. frg. 532 bei Ath. III, 110 e.

Russian (Dvoretsky)

ὀρίνδης: adj. m рисовый, из рисовой муки (ἄρτος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρίνδης: ἄρτος, ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐξ ὀρύζης, Σοφ. Ἀποσπ. 532 («ὀρίνδου δ’ ἄρτου μέμνηται Σοφοκλῆς ἐν «Τριπτολέμῳ», ἤτοι τοῦ ἐξ’ ὀρύζης γινομένου, ἢ ἀπὸ τοῦ ἐν Αἰθιοπίᾳ γινομένου σπέρματος, ὅ ἐστιν ὅμοιον σησάμῳ» Ἀθήν. 110Ε)· - ὁ αὐτὸς τύπος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 73 (ὅστις ἔχει καὶ ὀρίνδιον σπέρμα), καὶ παρ’ Ἡσυχ.· ὁ δὲ τύπος ὀρίνδα ἐν Α. Β. 54 εἶναι ἴσως ἐκ παραφθορᾶς.

Greek Monolingual

ὀρίνδης, ὁ (Α)
άρτος παρασκευασμένος από όρυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ' όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ' άλλους, η λ. δηλώνει έναν αιθιοπικό σπόρο φυτού που μοιάζει με σουσάμι, ενώ κατ' άλλους άρτο παρασκευασμένο από ρύζι ή από ένα είδος αιθιοπικού σπόρου που μοιάζει με σουσάμι. Αν η λ., παρ' όλα αυτά, αναφέρεται στο ρύζι, τότε αποτελεί παράλληλο τ. της λ. όρυζα και είναι δάνειο από τη Δυτική Ιρανική (πρβλ. και περσ. birinj, αρμ. brinj). Βλ. και λ. όρυζα].

Frisk Etymological English

(ἄρτος)
Grammatical information: m.
Meaning: bread made of rice flour (S. Fr. 609 from Ath. 3, 110e, Poll. 6, 73); ὀρίνδιον σπέρμα (Poll.); ὀρίνδα ἥν οἱ πολλοὶ ὄρυζαν καλοῦσι (Phryn. PS 93).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: Westiran. LW [loanword], cf. NPers. birinǰ, Arm. brinj (from Iran.); s. Pisani Riv. stud. or. 18, 95 f. On ὀρ- for Iran. wr- Schwyzer 313 w. n. 2. Further s. ὄρυζα. After Ath. and Poll. l.c. ὀρίνδης would be Ethiopian.

Frisk Etymology German

ὀρίνδης: (ἄρτος)
{oríndēs}
Grammar: m.
Meaning: Brot aus Reismehl (S. Fr. 609 aus Ath. 3, 110e Poll. 6, 73), ὀρίνδιον σπέρμα (Poll.); ὀρίνδα· ἥν οἱ πολλοὶ ὄρυζαν καλοῦσι (Phryn. PS 93).
Etymology : Westiran. LW, vgl. npers. birinǰ, arm. brinj (aus dem Iran.); dazu Pisani Riv. stud. or. 18, 95 f. Zu ὀρ- für iran. wr- Schwyzer 313 m. A. 2. Weiteres s. ὄρυζα. Nach Ath. und Poll. a.a.O. wäre ὀρίνδης äthiopisch.
Page 2,417