σύνταρρος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntarros
|Transliteration C=syntarros
|Beta Code=su/ntarros
|Beta Code=su/ntarros
|Definition=ον, ([[ταρρός]], [[ταρσός]]) [[interwoven]], [[entangled]], [[δένδρον]] σύνταρρον = a [[tree]] [[with interlacing roots]], ib.3.7.2, cf. 10.7.
|Definition=σύνταρρον, ([[ταρρός]], [[ταρσός]]) [[interwoven]], [[entangled]], [[δένδρον]] σύνταρρον = a [[tree]] [[with interlacing roots]], ib.3.7.2, cf. 10.7.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνταρρος Medium diacritics: σύνταρρος Low diacritics: σύνταρρος Capitals: ΣΥΝΤΑΡΡΟΣ
Transliteration A: sýntarros Transliteration B: syntarros Transliteration C: syntarros Beta Code: su/ntarros

English (LSJ)

σύνταρρον, (ταρρός, ταρσός) interwoven, entangled, δένδρον σύνταρρον = a tree with interlacing roots, ib.3.7.2, cf. 10.7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνταρρος: -ον, (ταρρός, ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πλεγμένος, περίπλοκος
2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].

German (Pape)

zusammengeflochten, durcheinandergewachsen, δένδρον, ein Baum mit in einander verwachsenen Wurzeln, Theophr.