πετηνίς: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=petinis
|Transliteration C=petinis
|Beta Code=pethnis
|Beta Code=pethnis
|Definition=[[κόρις]], Hsch. πετηνός, ή, όν, v. [[πετεινός]]. πετοῖσαι, = [[πεσοῦσαι]], v. [[πίπτω]].
|Definition=[[κόρις]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] πετηνός, ή, όν, v. [[πετεινός]]. πετοῖσαι, = [[πεσοῦσαι]], v. [[πίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κόρις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ένταξη]] της λ. στην [[οικογένεια]] του [[πετάννυμι]] ή του [[πέτομαι]] παραμένει αμφίβολη (<b>πρβλ.</b> και [[πετηλίς]])].
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κόρις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ένταξη]] της λ. στην [[οικογένεια]] του [[πετάννυμι]] ή του [[πέτομαι]] παραμένει αμφίβολη (<b>πρβλ.</b> και [[πετηλίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετηνις Medium diacritics: πετηνίς Low diacritics: πετηνίς Capitals: ΠΕΤΗΝΙΣ
Transliteration A: petēnís Transliteration B: petēnis Transliteration C: petinis Beta Code: pethnis

English (LSJ)

κόρις, Hsch. πετηνός, ή, όν, v. πετεινός. πετοῖσαι, = πεσοῦσαι, v. πίπτω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κόρις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ένταξη της λ. στην οικογένεια του πετάννυμι ή του πέτομαι παραμένει αμφίβολη (πρβλ. και πετηλίς)].