πάνοπτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panoptos | |Transliteration C=panoptos | ||
|Beta Code=pa/noptos | |Beta Code=pa/noptos | ||
|Definition= | |Definition=πάνοπτον, ([[ὄψομαι]]) [[seen of all]], [[fully visible]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
πάνοπτον, (ὄψομαι) seen of all, fully visible, Hsch.
German (Pape)
[Seite 461] von Allen gesehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάνοπτος: ον (ὄψομαι) «ὁ πανταχόθεν φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φαίνεται από παντού, αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀπτός (Ι) (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. ύποπτος].