κωμομισθωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komomisthotis
|Transliteration C=komomisthotis
|Beta Code=kwmomisqwth/s
|Beta Code=kwmomisqwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[official]] of a κώμη [[who leases out land]], PTeb.183 (ii B.C.).
|Definition=κωμομισθωτοῦ, ὁ, [[official]] of a κώμη [[who leases out land]], PTeb.183 (ii B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. [[ιματιομισθωτής]], [[υπομισθωτής]].
|mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. [[ιματιομισθωτής]], [[υπομισθωτής]].
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμομισθωτής Medium diacritics: κωμομισθωτής Low diacritics: κωμομισθωτής Capitals: ΚΩΜΟΜΙΣΘΩΤΗΣ
Transliteration A: kōmomisthōtḗs Transliteration B: kōmomisthōtēs Transliteration C: komomisthotis Beta Code: kwmomisqwth/s

English (LSJ)

κωμομισθωτοῦ, ὁ, official of a κώμη who leases out land, PTeb.183 (ii B.C.).

Greek Monolingual

κωμομισθωτής, ὁ (Α)
υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων της κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιομισθωτής, υπομισθωτής.